- κορυφαγενης
- κορυφαγενήςκορῠφᾱ-γενής2родившийся из головы (Зевса)
(Ἀθηνᾶ Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Ἀθηνᾶ Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κορυφαγενής — κορυφαγενής, ές (Α) 1. (ως επίθ. τής Αθηνάς) αυτή που γεννήθηκε από το κεφάλι τού Διός 2. (στην Πυθαγόρεια φιλοσοφία) (για τρίγωνο) ισόπλευρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφά (δωρ. τ. τού κορυφή) + γενής (< γένος), πρβλ. θεο γενής, νυμφα γενής] … Dictionary of Greek
κορυφαγενῆ — κορυφαγενής head born neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κορυφαγενής head born masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κορυφαγενής head born masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές … Dictionary of Greek